Η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις χαρτογραφεί τις μεταβολές στα εισοδήματα και την απασχόληση στην Ελλάδα της κρίσης και αποτυπώνει τις αδικίες και τις ανισότητες.

Του HΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Είχε αλήθεια η ελληνική κρίση “χαμένους” και “κερδισμένους”; Ποιες ηλικίες, ποια επαγγέλματα και ποιες άλλες ομάδες είδαν κατά τη διάρκειά της τα εισοδήματά τους να μειώνονται περισσότερο; Υπήρξαν κάποιοι που βελτίωσαν τη θέση τους; Διευκολύνθηκε η κοινωνική κινητικότητα ή η κρίση οδήγησε σε μια πιο άνιση κοινωνία; Πώς επηρεάστηκε η κάθε γενιά; Η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις “Όψεις κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα της κρίσης“, αναλύοντας διεξοδικά πλήθος στοιχείων, επιχειρεί να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. H μελέτη αυτή χαρτογραφεί συνολικά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και, με αυτό τον τρόπο, εντοπίζει τις αδικίες και τις μετατοπίσεις που αυτή δημιούργησε.)Οι ερευνητές, ο καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης Μάνος Ματσαγγάνης, ο ερευνητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Αντρέα Πάρμα και ο οικονομικός αναλυτής στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Αλέξανδρος Καρακίτσιος, αναλύουν διεξοδικά κυρίως τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) που αφορούν την Ελλάδα. Τα στοιχεία της έρευνας αυτής αφορούν την περίοδο 2003-2014 και, παρότι για κάθε χρονιά το μέγεθος του δείγματος ποικίλει, κατά μέσο όρο η έρευνα εξετάζει σε βάθος δεδομένα που αφορούν περίπου 18.000 άτομα σε 7.000 ελληνικά νοικοκυριά. Επιπλέον, λαμβάνουν υπόψη ή αναλύουν στοιχεία για την Ελλάδα και από άλλες έρευνες όπως είναι η έρευνα Εργατικού Δυναμικού (LFS) και το Ευρωπαϊκό Πάνελ Νοικοκυριών (ECHP).

Οι χαμένοι της κρίσης

Τα πρώτα ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τις συνέπειες της κρίσης προέρχονται από τη σύγκριση των δεδομένων της περιόδου πριν από την κρίση με εκείνα που αφορούν την περίοδο της κρίσης. Εδώ οι ερευνητές εστιάζουν στις μεταβολές του μέσου ισοδύναμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών. Το “ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα” είναι μια μονάδα μέτρησης του εισοδήματος που καθιστά, μετά από κάποιες παραδοχές, συγκρίσιμα τα εισοδήματα νοικοκυριών με διαφορετικό μέγεθος, άρα και με διαφορετικές ανάγκες. Για παράδειγμα, ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό με μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα 500 ευρώ θεωρείται πως έχει το ίδιο βιοτικό επίπεδο με ένα τετραμελές νοικοκυριό με εισόδημα 1.050 ευρώ.

Την περίοδο 2003-2009, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 14%. Όμως με την εκδήλωση της κρίσης, δηλαδή την περίοδο 2009-2014, το ισοδύναμο εισόδημα μειώθηκε πολύ περισσότερο από όσο αυξήθηκε προηγουμένως, κατά 42%. Τι ακριβώς συνέβαλε στην αλλαγή αυτή; Ασφαλώς, την ίδια περίοδο το παραγόμενο προϊόν της χώρας δηλαδή το ΑΕΠ μειώθηκε κατά πολύ, κατά 26%. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό μοιάζει μικρό μπροστά στο 42% της μείωσης των εισοδημάτων. Η μείωση του ΑΕΠ εξηγεί μόνο ένα μέρος της μείωσης των εισοδημάτων. Το υπόλοιπο μέρος δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στη μεγάλη αύξηση της φορολογίας που συνέβη την ίδια περίοδο. Γι’ αυτούς τους δύο λόγους κυρίως, το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών στη χώρα υποχώρησε ραγδαία.

Πώς Αντιμετωπίζει Τη Φτώχεια Το Ελληνικό Κράτος

Ποιοι ήταν όμως εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από τη μείωση αυτή των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου; Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα εισοδήματα των γυναικών μειώθηκαν οριακά λιγότερο σε σχέση με εκείνα των ανδρών, ωστόσο η διαφορά είναι πολύ μικρή, κάτω από 1%. Η εικόνα γίνεται πιο ξεκάθαρη αναλύοντας τη μεταβολή των εισοδημάτων ανά ηλικία. Εκεί φαίνεται ότι οι νέοι ήταν οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης, ενώ μικρότερο μέρος του εισοδήματός τους έχασαν οι πολίτες ηλικίας 45-64 και ακόμη μικρότερο, το μικρότερο όλων, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών. Όσον αφορά τη σύνθεση κάθε νοικοκυριού, οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για τις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά παρά για εκείνες χωρίς παιδιά, ή με τρία παιδιά και άνω.

Χαμένοι της κρίσης υπήρξαν και εκείνοι με την καλύτερη εκπαίδευση. Το μέγεθος της απώλειας εισοδήματος, σύμφωνα με την ανάλυση των ερευνητών, δείχνει να αυξάνεται ανεβαίνοντας τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία δείχνει ότι οι απόφοιτοι λυκείου έχασαν περισσότερα στην πρώτη φάση της κρίσης (2009-2012), ενώ στη δεύτερη φάση η εισοδηματική κατάστασή τους παρέμεινε σταθερή.

Ακολουθεί ανάλυση σε σχέση με την επαγγελματική κατηγορία. Από αυτήν προκύπτει ότι οι συνταξιούχοι έχασαν μικρότερο μέρος του εισοδήματός τους(-32%) από οποιαδήποτε άλλη ομάδα και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον γενικό μέσο όρο (-42%).

Ολοκληρώνοντας το προφίλ των “χαμένων”, οι ερευνητές παραθέτουν μερικά ακόμη ενδιαφέροντα ευρήματα, με βάση μια σειρά από άλλες παραμέτρους. Τις μεγαλύτερες απώλειες εμφάνισαν άτομα που ζουν σε μέσης πυκνότητας κατοίκησης περιοχές. Αντιστοίχως, όσοι ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία και αποπλήρωναν στεγαστικό δάνειο είδαν επίσης τα εισοδήματά τους να μειώνονται περισσότερο. Ακόμη, μεγάλοι χαμένοι υπήρξαν όσοι είχαν εθνικότητα από χώρα εκτός της ΕΕ, καθώς είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται στο μισό, κατά 50%, έναντι 34% που ήταν ο μέσος όρος. Μάλιστα η ίδια κατηγορία δεν είχε δει τα εισοδήματά της να αυξάνονται ούτε στην προ κρίσης φάση. Γίνονταν φτωχότεροι ακόμη και στην περίοδο της ευημερίας.

Πώς η κρίση άλλαξε την κοινωνία

Πέρα από τη σύγκριση των εισοδημάτων πριν και μετά την οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα, οι ερευνητές επιχείρησαν επίσης να χαρτογραφήσουν τη σύνθεση των πιο πλούσιων και των πιο φτωχών της ελληνικής κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο καθορίζουν και τον σχετικό κίνδυνο φτώχειας για διάφορες ομάδες του πληθυσμού, καθώς και το πώς ο κίνδυνος αυτός αυξομειώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Αναλύοντας τη σχετική αναλογία στο φτωχότερο 20% ανά ηλικιακή ομάδα προκύπτει ότι κατά την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε σημαντικά ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας των παιδιών. Αντιθέτως, μειώθηκε το ποσοστό συμμετοχής των ηλικιωμένων στο φτωχότερο 20%. Δηλαδή, την ίδια στιγμή που ο κίνδυνος φτώχειας μεγάλωνε για τα παιδιά, μειωνόταν για τους ηλικιωμένους. Παρατηρώντας ακόμη πιο αναλυτικά τα στοιχεία για τους ηλικιωμένους, οι ερευνητές σημειώνουν “η σχετική αναλογία συμμετοχής των συνταξιούχων στο φτωχότερο πενθημόριο υποχώρησε από 0,9 το 2009 σε 0,5 το 2014” και εξηγούν αμέσως μετά καλύτερα το τι μπορεί να προκάλεσε την υποχώρηση αυτή. “Το σύνολο σχεδόν της υποχώρησης αυτής σημειώθηκε το 2011 (σε σχέση με το 2010), όταν οι μειώσεις συντάξεων άρχισαν να πλήττουν λιγότερο ή καθόλου τους χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ η καταβύθιση της οικονομίας συνέχισε να στοιχίζει σε απώλειες θέσεων εργασίας και περικοπές αποδοχών”, καταλήγουν.

Όπως είδαμε παραπάνω, οι συνταξιούχοι (ομάδα που δεν ταυτίζεται ακριβώς με τους ηλικιωμένους) μείωσαν τον κίνδυνο σχετικής φτώχειας τους, δηλαδή τη συμμετοχή τους στο πιο φτωχό 20% του πληθυσμού. Πώς όμως κινήθηκαν οι υπόλοιπες επαγγελματικές ομάδες; Στο διάστημα 2009 έως 2014, ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων παρέμεινε λίγο-πολύ σταθερός. Αντιθέτως αυξήθηκε αισθητά ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας των ανέργων (από 2 σε 2,3), την ίδια στιγμή βεβαίως που αυξανόταν κατακόρυφα και ο αριθμός τους.

Οι ερευνητές, προκειμένου να αποκτήσουν μια καλύτερη εικόνα του τρόπου με τον οποίο η κρίση επηρέασε την κοινωνία, χώρισαν τα εισοδήματα των Eλλήνων συμμετεχόντων όπως αποτυπώνονται από την EU-SILC σε δέκα βαθμίδες. Αρχικά παρατήρησαν τις μεταβολές του καθενός από αυτά τα δεκατημόρια, τόσο κατά την περίοδο πριν από την κρίση όσο και μετά από αυτή. Η καθίζηση του φτωχότερου 10% ήταν η μεγαλύτερη, καθώς από το 2009 ώς το 2014 έχασε το 56% του εισοδήματός του. Όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα οι εισοδηματικές απώλειες μειώνονται όσο ανεβαίνουμε προς τα πιο πλούσια δεκατημόρια, με την εξαίρεση του πιο πλούσιου 10%, που εμφανίζεται να έχει χάσει το 42% του εισοδήματός του.

Πλούσιοι και φτωχοί, πριν και μετά την κρίση

Για να μελετήσουν περαιτέρω τις σημαντικές αλλαγές που έφερε η κρίση στη ζωή των πολιτών, οι ερευνητές “απομόνωσαν” και “ακολούθησαν” τις τάσεις σε συγκεκριμένα ελληνικά νοικοκυριά για την τετραετία 2009-2012. Τα νοικοκυριά αυτά έπρεπε να συγκεντρώνουν δυο χαρακτηριστικά: αφενός να συμμετέχουν σε καθένα από αυτά τα χρόνια στην EU-SILC και αφ’ ετέρου η σύνθεσή τους να παραμένει σταθερή μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια (να μην προστίθεται ούτε να φεύγει κάποιο μέλος). Βρέθηκαν 1.000 νοικοκυριά με 2.300 μέλη που συγκέντρωναν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Είναι πλέον σαφές -και κάπως αυτονόητο-, ότι η οικονομική κρίση έκανε τους Έλληνες φτωχότερους. Όμως με ποιον ακριβώς τρόπο γίναμε φτωχότεροι; Φτώχυναν περισσότερο οι πιο φτωχοί, η μεσαία τάξη ή οι πιο πλούσιοι; Για να εκτιμήσουν τις μεταβολές αυτές, οι ερευνητές υπολόγισαν τις αλλαγές στα εισοδήματα των 1.000 νοικοκυριών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, διατηρώντας όμως σταθερή τη σύνθεση των δεκατημορίων εισοδήματος σύμφωνα με την κατανομή του πρώτου και του τελευταίου έτους της περιόδου, του 2009 και του 2012 αντιστοίχως.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσής αυτής ήταν απρόσμενα. Υπό το πρίσμα της εισοδηματικής κατανομής του τέλους της περιόδου, δηλαδή του 2012 (σκουρόχρωμες στήλες στο Διάγραμμα 3.2), οι εισοδηματικές μεταβολές ήταν «αντίστροφα προοδευτικές». Σε απόλυτα μεγέθη, η μέση μηνιαία απώλεια του φτωχότερου 10% υπήρξε διπλάσια της απώλειας του πλουσιότερου 10% (€404 έναντι €205). Η μέση απώλεια για το σύνολο του πληθυσμού ήταν €322 τον μήνα. Με άλλα λόγια φαίνεται ότι, από τη σκοπιά του 2012, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι υπέστησαν τις μικρότερες απώλειες.

Αντίθετα, υπό το πρίσμα της εισοδηματικής κατανομής του 2009 (ανοιχτόχρωμες στήλες στο Διάγραμμα 3.2), οι μεταβολές εισοδήματος της ίδιας περιόδου εμφανίζονται «προοδευτικές». Οι εισοδηματικές απώλειες αυξάνονταν καθώς μετακινούμαστε προς τα μεγαλύτερα εισοδήματα. Η μείωση του μέσου μηνιαίου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος για το πιο πλούσιο 10% έφτασε το ποσό των €853. Όσο για την εισοδηματική κατάσταση του φτωχότερου 10%, αυτή παρουσίασε μικρή βελτίωση (€62 μηνιαίως). Δηλαδή, από τη σκοπιά του 2009, φαίνεται ότι οι φτωχοί έγιναν λιγότερο φτωχοί, και οι πλούσιοι λιγότερο πλούσιοι.

Πώς συμφιλιώνονται μεταξύ τους τα αποτελέσματα αυτά; Η απάντηση βρίσκεται στις ανακατατάξεις της εισοδηματικής κλίμακας μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια. Τα νοικοκυριά που βρίσκονταν στο φτωχότερο 10% το 2009 δεν ταυτίζονται με εκείνα που βρίσκονταν στο ίδιο δεκατημόριο του 2012. Για την ακρίβεια, τα νοικοκυριά που βρίσκονταν στο φτωχότερο 10% το 2009, είχαν καταφέρει μέχρι το 2012 να αυξήσουν τα -πολύ χαμηλά- εισοδήματά τους, κατά μέσο όρο κατά 22%. Με αυτό τον τρόπο κάποιοι είχαν καταφέρει ακόμη και να αλλάξουν δεκατημόριο.

Πιάνοντας, όμως, το νήμα από την άλλη άκρη, στο φτωχότερο 10% τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2012, βρίσκονταν νοικοκυριά που υπέστησαν στα χρόνια της κρίσης τρομακτικές απώλειες, κατά μέσο όρο ύψους 71%. Πρόκειται δηλαδή συχνά για “εκπεσόντες” από ανώτερα εισοδηματικά δεκατημόρια που είδαν την κρίση να μειώνει δραματικά τα εισοδήματά τους και οδηγήθηκαν έτσι στο φτωχότερο κομμάτι του πληθυσμού.

Τα χαρακτηριστικά των φτωχών άλλαξαν σημαντικά στην περίοδο της κρίσης. Όμως φαίνεται ότι η πολιτική κατά της φτώχειας δεν έχει προσαρμοστεί όσο χρειάζεται στα νέα δεδομένα και αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που προσφέρει η μελέτηαυτή στον δημόσιο διάλογο.

Το συμπέρασμα αυτό, δηλαδή ότι οι φτωχότεροι προ κρίσης είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ενώ οι “νέοι φτωχοί” της κρίσης προέρχονταν κυρίως από άλλες εισοδηματικές κατηγορίες, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες, ακόμα και σε αντίστοιχες έρευνες εκτός Ελλάδος.

Οι αιτίες γι’ αυτό είναι σύνθετες. Όπως είδαμε παραπάνω η κρίση έπληξε πολύ περισσότερο τους εργαζόμενους από ό,τι τους συνταξιούχους. Παρά τις περικοπές των συντάξεων οι συνταξιούχοι συνέχισαν να λαμβάνουν τις συντάξεις τους, μια σταθερότητα και ένα εισόδημα που οι μισθωτοί και κυρίως οι χαμηλόμισθοι ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρουν. Με αυτόν τον τρόπο οι συνταξιούχοι, κάποιοι από τους οποίους ήταν μέρος των φτωχότερων το 2009, βελτίωσαν τη σχετική θέση τους.

διαβάστε ακόμα

Mια έρευνα για την Ακραία Φτώχεια στην Ελλάδα

Η Ακραία Φτώχεια Στην Ελλάδα Το 2016

Επιπλέον, η απάντηση σε κάποιο βαθμό έχει σχέση με τη φυσιολογική εναλλαγή των εισοδηματικών κατηγοριών. Κάποιοι ενδέχεται να βρέθηκαν στο χαμηλότερο 10% το 2009 επειδή απλώς πέρασαν μια κακή χρονιά, για τυχαίους λόγους. Έχει όμως σχέση και με την ίδια τη φύση της ελληνικής κρίσης. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, από τις 604.500 θέσεις εργασίας που χάθηκαν από το 2009 μέχρι το 2012 (θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο 16% του εργατικού δυναμικού) οι 222.000 ήταν στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, οι 140.000 στη μεταποίηση, οι 126.000 στην οικοδομή και τις κατασκευές, αλλά μόνο 22.000 στον πρωτογενή τομέα. Οι εργαζόμενοι στους κλάδους που επλήγησαν περισσότερο φτώχυναν απότομα και πολύ. Άλλοι, όπως οι αγρότες, επλήγησαν λιγότερο.

Τέλος, ενώ αυξανόταν η ανάγκη για εισοδηματική στήριξη των ανέργων, οι οποίοι σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2010-2014, η στήριξή τους από το κράτος μειωνόταν. Το ποσοστό κάλυψης των ανέργων από προγράμματα στήριξης μειώθηκε από 35% το 2010 σε μόλις 9% το 2014, ενώ και το τακτικό επίδομα ανεργίας μειώθηκε από 454 ευρώ το μήνα σε 360 ευρώ το μήνα την ίδια περίοδο. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που έφερε κάποιους στο πιο φτωχό 10% εν μέσω της κρίσης.

Τι άλλαξε στην απασχόληση

Για να διερευνήσουν πιο συγκεκριμένα τις μεταβολές στην απασχόληση στο διάστημα 2008-2016, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (LFS). Χωρίς να επιφυλάσσουν μεγάλες εκπλήξεις, τα δεδομένα αυτά μαρτυρούν μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (38%). Αντιθέτως η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση μειώθηκε μόλις 2%, ενώ σχετικά μικρή ήταν η μείωση και στον πρωτογενή τομέα (9%).

Ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες, με τους εργαζόμενους έως 29 ετών να μειώνονται στο μισό. Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι ηλικίας 45-64 μειώθηκαν μόνο κατά 9%. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι μεταβολές στον αριθμό εργαζομένων, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο. Ενώ οι εργαζόμενοι απόφοιτοι δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% ώς 20%), οι εργαζόμενοι με πτυχίο ΑΕΙ παρέμειναν σχεδόν σταθεροί, παρουσιάζοντας μικρή μείωση κατά 3%. Ο αριθμός εργαζομένων με μεταπτυχιακό, αντιθέτως, παρουσίασε σημαντική αύξηση: εκτινάχθηκε κατά 57%.

Τέλος, η απασχόληση υποχώρησε περισσότερο στις μικρές επιχειρήσεις με 10 ή λιγότερους εργαζόμενους (-34%) παρά στις μεσαίες (-21%). Η μείωση των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις, με άνω των 50 εργαζόμενους, ήταν αισθητά μικρότερη(-10%) από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων.

Όπως είναι επίσης αυτονόητο η κρίση δεν έπληξε μόνο την απασχόληση αλλά και τις αμοιβές όσων εργάζονται ή συνταξιοδοτούνται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι μειώσεις στις αμοιβές ήταν σημαντικές. Κατά την περίοδο 2008-2016 η μέση αμοιβή στην Ελλάδα μειώθηκε κατά περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο. Αναζητώντας μια πιο ξεκάθαρη εικόνα ως προς το ποιος επλήγη περισσότερο από τη μείωση των αμοιβών οι ερευνητές ανέτρεξαν στα στοιχεία του ΙΚΑ/ΕΦΚΑ για τα έτη 2007 και 2017. Αναλύοντας τα δεδομένα αυτά βρήκαν ότι η μέση μείωση μισθού την δεκαετία αυτή ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη).

Οι άνδρες υπέστησαν μεγαλύτερες μειώσεις από τις γυναίκες (32% έναντι 27%)“, γράφουν οι ερευνητές εξηγώντας παρακάτω πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά των μειώσεων αυτών. “Οι μέσες αμοιβές αυξάνονται, και το ποσοστό μείωσης φθίνει, καθώς μετακινούμαστε από τις νεαρές ηλικίες στις μεγαλύτερες. Η μέση αμοιβή ενός εργαζόμενου ηλικίας 25-29 ετών τον Δεκέμβριο του 2017 ήταν €613 τον μήνα, ενώ οκτώ χρόνια νωρίτερα ήταν €997 τον μήνα σε σημερινές τιμές (μείωση 38%). Αντίθετα, η μέση αμοιβή ενός εργαζόμενου ηλικίας 55-59 ετών μειώθηκε την ίδια περίοδο από €1.716 σε €1.227 το μήνα σε σταθερές τιμές Δεκεμβρίου 2017 (μείωση 26%)“.

Το brain drain και οι ευκαιρίες

Οι παραπάνω, συχνά ασφυκτικές, συνθήκες για τους νέους εργαζόμενους που έχουν αναλυθεί εκτενώς και περιγράφονται γλαφυρά και στη σχετική μελέτη της διαΝΕΟσις, οδήγησαν σε ένα φαινόμενο “νέας μετανάστευσης”. Η “διαρροή εγκεφάλων” (brain drain), όπως κάπως εκκεντρικά έχει ονομαστεί, έχει συμβεί μαζικά και έχει επηρεάσει και αυτή το τοπίο στη σημερινή Ελλάδα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, μεταξύ 2008 και 2016 εκτιμάται ότι μετανάστευσαν 427.000 άτομα και οι ετήσιες ροές εκτινάχθηκαν από 40.000 το 2010 σε 100.000 το 2016.

Όμως το πιο ανησυχητικό σε σχέση με το πρόβλημα αυτής της “νέας μετανάστευσης” είναι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που έφυγαν από τη χώρα. “Οι τωρινοί μετανάστες είναι κυρίως νέοι, ανύπαντροι, κάτοικοι των πόλεων και υψηλής μόρφωσης. Τα τρία τέταρτα είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και το ένα τρίτο από αυτούς είναι είτε κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος είτε πτυχιούχοι ιατρικής ή πολυτεχνικών σχολών”, σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ για τη τη μετανάστευση.

Σύμφωνα με τους ερευνητές της διαΝΕΟσις “το κρίσιμο ερώτημα (σ.σ. σχετικά με τη “διαρροή εγκεφάλων”) είναι η διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό. Εάν δεν επιστρέψουν ποτέ (ή εάν το κάνουν μόνο ως συνταξιούχοι) η χώρα θα έχει χάσει πολύ περισσότερα από τους διαφυγόντες φόρους ή τη δαπάνη εκπαίδευσής τους. Εάν όμως επιστρέψουν -π.χ. σε 5 ή 10 χρόνια από σήμερα θα είναι κατά τεκμήριο φορείς πολύτιμων γνώσεων και εμπειριών που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα όσων θα εργάζονται μαζί τους και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη“.

Τέλος, ένα κρίσιμο θέμα που αναλύει η μελέτηείναι αυτό της διαγενεακής κινητικότητας, που παραπέμπει στην ισότητα των ευκαιριών στη χώρα. Πόσες πιθανότητες έχει ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια να καταλήξει κι αυτό φτωχό ως ενήλικας; Και πόσες είναι οι πιθανότητες να ζήσει μια πιο άνετη ζωή; Αντλώντας την τεκμηρίωσή τους από το ειδικό τμήμα της EU-SILC του 2011 που αφορούσε τη “διαγενεακή μετάδοση της μειονεξίας”, οι ερευνητές επιχειρούν να απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα.

διαβάστε ακόμα

Ανεργία Των Νέων Και Διαγενεακές Σχέσεις Στην Ελλάδα

Ανεργία Των Νέων Και Διαγενεακές Σχέσεις Στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τη μελέτη, το 59,5% ατόμων ηλικίας 25-29 ετών που “τα έβγαζαν πέρα δύσκολα” στην Ελλάδα είχαν μεγαλώσει σε οικογένειες που και αυτές τα έβγαζαν πέρα δύσκολα (54,9% στο σύνολο της ΕΕ). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην Ελλάδα είναι 2,2 φορές πιθανότερο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα “βγάζει πέρα δύσκολα” να τα βγάζει πέρα δύσκολα σήμερα ως ενήλικας, παρά να τα “βγάζει πέρα εύκολα”. Η σχετική πιθανότητα στην ΕΕ είναι ακόμη μεγαλύτερη όμως: 2,8 φορές. Η οικονομική κατάσταση των γονιών κάποιου είναι λιγότερο πιθανό να προσδιορίζει την οικονομική δυσπραγία του στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ.

Όλες οι παραπάνω παράμετροι, τις οποίες αναδεικνύει η έρευνα της διαΝΕΟσις, δείχνουν τις σημαντικές, συχνά ανησυχητικές, αλλαγές που έφερε στην Ελλάδα η οικονομική κρίση. Η μείωση του εγχώριου προϊόντος, η αύξηση της φορολογίας, η μακρόχρονη αρνητική ανάπτυξη, η αναιμική ανάκαμψη που ακολούθησε και συχνά η αδυναμία των διχτυών ασφαλείας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθούν στον ρόλο τους έφεραν μια πρωτόγνωρη κατάσταση και γέννησαν αρκετές αδικίες. Η κατανομή των βαρών της κρίσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις άνιση.

Ασφαλώς δεν υπάρχουν γρήγορες και εύκολες λύσεις για να επουλωθούν οι πληγές αυτές. Όμως ακριβώς για τους παραπάνω λόγους ο γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής προς ένα αναπτυξιακό μοντέλο υψηλής παραγωγικότητας και εξωστρέφειαςείναι απαραίτητος. Επιπλέον, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, από την προσχολική αγωγή ώς την επαγγελματική εκπαίδευση, θα έχει επίσης θετικό αποτέλεσμα. Τέλος, η ενίσχυση του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων και η ανάπτυξη στοχευμένων κοινωνικών υπηρεσιών (π.χ. σχολικά γεύματα, “Βοήθεια στο σπίτι”) θα βοηθήσει στην αποκατάσταση κάποιων αδικιών.

Προηγούμενο άρθροΕπεισόδια με τραυματίες και φέτος στο Πολυτεχνείο
Επόμενο άρθροΤο «όταν κοιτάς από ψηλά» γράφτηκε με αφορμή τη χούντα